πανώραιος

πανώραιος
-ον, Μ
πάρα πολύ ωραίος.
επίρρ...
πανωραίως Μ
με πολύ ωραίο τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

  • πανώριος — α, ο πάρα πολύ όμορφος, πανέμορφος, ωραιότατος. επίρρ... πανώρια με πάρα πολύ όμορφο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανώραιος, με συνίζηση, πρβλ. το Κάστρο τής Ωριάς (< ωραίας)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”